Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

Σουπίνο

Σουπίνο

1. To σουπίνο είναι ρηματικό ουσιαστικό αρσενικού γένους. Έχει μόνο δύο τύπους, αιτιατική σε -um και αφαιρετική σε -u: amat-um / amat-u, delet-um / delet-u, lect-um / lect-u, audit-um / audit-u. (Για το σχηματισμό του βλ. το μάθ. XI).
2. Ο τύπος σε -um δείχνει το σκοπό της κίνησης, με ρήματα όπως eo, venio, mitto κτλ. π.χ. Praedones venerunt salutatum οι ληστές ήρθαν για να χαιρετήσουν (πρβ. την τελική μετοχή της ελληνικής: τοῦτο λέξων ἔρχομαι).
3. Εφόσον το σουπίνο ανήκει σε ρήμα μεταβατικό, μπορεί να έχει και αντικείμενο· π.χ. Praedones venerunt Scipionem salutatum.
4. Ο σκοπός με ρήματα που δείχνουν κίνηση μπορεί να εκφραστεί με διαφορετικούς τρόπους· π.χ. (βλ. και το μάθ. XXXVI)
  • Praedones venerunt salutatum (σουπίνο)
  • Praedones venerunt ad salutandum (εμπρόθετη αιτ. του γερουνδίου)
  • Praedones venerunt salutandi causa· (γεν. του γερουνδίου με την causa (gratia)· βλ. και το μάθ. XXXVI).
5. Ο τύπος του σουπίνου σε -u εκφράζει την αναφορά. Τον συναντάμε με επίθετα όπως facilis, difficilis,iucundus (ευχάριστος), incredibilis (απίστευτος), mirabilis (θαυμαστός, περίεργος κτλ.). Τα σουπίνα σε -u είναι συνήθως στερεότυπα: dictu, factu, auditu, visu κτλ. (πρβ. το απαρ. της αναφοράς: ευπρεπής ἰδεῖν, ἡδὺς ἀκούειν κτλ.) Π.χ. hoc facile dictu est είναι εύκολο να το πει κανείς· hoc incredibile auditu est είναι απίστευτο που το ακούει κανείς· hoc mirabile visu est το θέαμα σου προξενεί το θαυμασμό.
Σημ. Σουπίνο διαθέτουν και τα αποθετικά ρήματα, επειδή έχουν κυρίως ενεργητική σημασία.

Απαρεμφατο

Απαρέμφατο

Το απαρέμφατο, ως ρηματικό ουσιαστικό, είναι ένας πολύ εύχρηστος ρηματικός τύπος. Ως αντικείμενο διακρίνεται σε ειδικό απαρέμφατο (εξαρτάται από ρήματα λεκτικά, δοξαστικά και ρήματα που δηλώνουν ψυχικό πάθος) και τελικό απαρέμφατο (εξαρτάται από ρήματα εφετικά, δυνητικά και ρήματα που δηλώνουν έναρξη και λήξη, αμέλεια, μάθηση, λήθη, συνήθεια κτλ.).
Η έλλειψη της ειδικής πρότασης και η πολύ περιορισμένη χρήση της κατηγορηματικής μετοχής στα λατινικά, έχουν ως αποτέλεσμα να συντάσσονται με ειδικό ή τελικό απαρέμφατο ρήματα που στα ελληνικά συντάσσονται με ειδική πρόταση ή κατηγορηματική μετοχή. Το τελικό απαρέμφατο βρίσκεται πάντα σε χρόνο ενεστώτα (στα ελληνικά βρίσκεται και σε αόριστο ή παρακείμενο) και μεταφράζεται με το να + υποτ. του ενεστώτα ή του αορίστου. Ειδικό μπορεί να είναι το απαρέμφατο κάθε χρόνου.
Το υποκείμενο του τελικού απαρεμφάτου βρίσκεται σε αιτιατική σε περίπτωση ετεροπροσωπίας· σε περίπτωση ταυτοπροσωπίας κανονικά εννοείται στην ονομαστική (όπως δηλ. το υποκ. του ρήματος). Το υποκείμενο του ειδικού απαρεμφάτου βρίσκεται κανονικά σε αιτιατική και δεν παραλείπεται π.χ. puto (νομίζω) te errare νομίζω ότι κάνεις λάθος puto me errare νομίζω ότι κάνω λάθος
Με τα ρήματα iubeo, veto (απαγορεύω), prohibeo (εμποδίζω), sino (επιτρέπω), patior (ανέχομαι), cogo (εξαναγκάζω) είναι δυνατές δύο συντάξεις: (α) με ενεργητικό απαρέμφατο (οπότε δηλώνεται και το υποκείμενο του σε αιτιατική) (β) με παθητικό απαρέμφατο, όταν δε θέλουμε να δηλώσουμε το υποκείμενο· η χρήση αυτή συνηθίζεται σε στρατιωτικές διαταγές, απαγορεύσεις κτλ. (που ξέρουμε ότι απευθύνονται στους στρατιώτες). Η πρόταση π.χ. «διατάζει (απαγορεύει κτλ.) τους στρατιώτες να μεταφέρουν σιτάρι (στο στρατόπεδο)» (μάθ. VII) μπορεί να αποδοθεί με δύο τρόπους:
Caesar milites frumentum importare iubet (prohibet)
Caesar frumentum importari iubet (prohibet)
Το απαρέμφατο του παρακειμένου είναι πάντοτε ειδικό. Το υποκείμενο του βρίσκεται σε αιτιατική και δηλώνεται, είτε πρόκειται για ετεροπροσωπία είτε για ταυτοπροσωπία π.χ. Legatus hostes advenisse dicit o απεσταλμένος λέει ότι έφτασαν οι εχθροί. Legatus se advenisse dicit o απεσταλμένος λέει ότι έφτασε (ο ίδιος).
Με τους παθητικούς τύπους των λεκτικών και δοξαστικών ρημάτων το υποκείμενο του ρήματος και του ειδικού απαρεμφάτου είναι το ίδιο (ταυτοπροσωπία) και βρίσκεται σε πτώση ονομαστική. Προσοχή όμως: στην περίπτωση αυτή το ρήμα είναι προσωπικό (όχι απρόσωπο, όπως: ὁμολογεῖται τὴν πόλιν ἀρχαιοτάτην εἶναι) και πρέπει να συμφωνεί με το υποκείμενο στον αριθμό και στο πρόσωπο. Π.χ. Hercules boves in eum locum adduxisse dicitur (fertur, nuntiatur, existimatur) λέγεται (αναγγέλλεται, πιστεύεται) ότι ο Ηρακλής οδήγησε τα βόδια σε αυτό τον τόπο.
Hostes advenisse dicuntur (nuntiantur, existimantur) = Λέγεται (αναγγέλλεται, πιστεύεται) ότι οι εχθροί έφτασαν.
Το απαρέμφατο του παθητικού παρακειμένου, όπως και το απαρέμφατο του ενεργητικού παρακειμένου, είναι πάντοτε ειδικό και το υποκείμενο του βρίσκεται κανονικά σε αιτιατική πτώση, π.χ.
Sallustius tradit milites occisos esse ο Σαλλούστιος παραδίδει ότι σκοτώθηκαν οι στρατιώτες.
Sallustius tradit Catilinam occisum esse ο Σαλλούστιος παραδίδει ότι ο Κατιλίνας σκοτώθηκε.

Απαρεμφατική σύνταξη (accusativus cum infinitive)

Γραμματική, σελ. 166
To υποκείμενο του απαρεμφάτου στην ετεροπροσωπία είναι σε πτώση αιτιατική: Platonem Cicero scribit Tarentum ad Archytam venisse ( Cicero scribit - Plato venit) ο Κικέρων γράφει ότι ο Πλάτων ήρθε στον Τάραντα προς τον Αρχύτα. Στη Λατινική όμως και στην ταυτοπροσωπία το υποκείμενο του απαρεμφάτου βρίσκεται σε πτώση αιτιατική,
1 ) κανονικά με το ειδικό απαρέμφατο, όταν εξαρτάται από ρήμα ενεργητικό ή αποθετικό: nego me esse mendacen ( ego nego-me esse ) αρνούμαι ότι είμαι ψεύτης. Socrates nihil se scire profitebatur ( Socrates profitebatur - Socrates scire ) ο Σωκράτης ισχυριζόταν ότι τίποτε δεν ήξερε.
2) συνήθως και με το τελικό απαρέμφατο, όταν αυτό είναι παθητικό ή το esse ( ως συνδετικό ). Alexander Jovis filium se appellari voluit ο Αλέξανδρος θέλησε να ονομάζεται γιος του Δία· cupio me esse clementem ( ego cupio-me esse ) επιθυμώ να είμαι επιεικής.
Σημείωση. Kαι στη Λατινική η σύνταξη του απαρεμφάτου με υποκείμενο σε αιτιατική διαμορφώθηκε με τον καιρό και προήλθε από προτάσεις στις οποίες το αντικείμενο του ρήματος σε αιτιατική ( π.χ. το iubeo, sino, video, audio κ.τ.τ.) ήταν συγχρόνως και υποκείμενο του απαρεμφάτου που το προσδιόριζε. Π.χ. στην πρόταση dominus iussit servos abire (ο κύριος διέταξε τους δούλους να φύγουν), ήταν δυνατό να νοηθεί η αιτιατική του (αντικειμένου) servos ότι συνδέεται στενότερα με το απαρέμφατο (abire) που ακολουθεί και ότι μάλλον είναι υποκείμενό του. (dominus ) iussit servos abire ( ο κύριος διέταξε να φύγουν οι δούλοι ). Σύμφωνα με αυτά ειπώθηκε π.χ. και legem brevem esse oportet, (μολονότι εδώ το oportet δεν είναι από τα ρήματα που δέχονται αντικείμενο σε αιτιατική).


Γερούνδιο -Γερουνδιακό

Γερούνδιο

Το γερούνδιο είναι ρηματικό ουσιαστικό ουδέτερου γένους με ενεργητική σημασία. Διαθέτει τέσσερις πτώσεις (γενική, δοτική, αιτιατική και αφαιρετική). Ισοδυναμεί με τις πλάγιες πτώσεις του έναρθρου απαρεμφάτου της ελληνικής. Σχηματίζεται από το θέμα του ενεστώτα, και οι καταλήξεις του είναι: -ndi, -ndo, -ndum, -ndo (όπως δηλ. των δευτερόκλιτων ουσιαστικών). Τα γερούνδια των 4 συζυγιών στη γενική είναι αντίστοιχα: ama-ndi, dele-ndi, lege-ndi, audie-ndi
Γεν. pugna-ndi τοῦ μάχεσθαι
Δοτ. pugna-ndo εἰς (πρὸς) τὸ μάχεσθαι
Αιτ. pugna-ndum τὸ μάχεσθαι
Αφ. pugna-ndo τῷ μάχεσθαι (ή εμπρόθετο έναρθρο απαρέμφατο)
Η γενική του γερουνδίου χρησιμοποιείται ως συμπλήρωμα ουσιαστικών και επιθέτων και τωνπροθέσεων causa και gratia (για να)· π.χ. cupiditas pugnandi ( = pugnae) επιθυμία για μάχη. Η δοτική εκφράζει σκοπό και χρησιμοποιείται κυρίως με επίθετα που σημαίνουν «κατάλληλος», «χρήσιμος» (aptus, idoneus, commodus, utilis)· π.χ. locus pugnando ( = pugnae) idoneus τόπος κατάλληλος για μάχη. Η αιτιατική του γερουνδίου είναι πάντοτε εμπρόθετη (ad, in) και δηλώνει σκοπό ή προορισμό [π.χ. dux milites ad pugnandum (= ad pugnam) hortatus est ο στρατηγός εμψύχωσε τους στρατιώτες για να πολεμήσουν] ή αναφορά.
Τέλος, η αφαιρετική του γερουνδίου χρησιμοποιείται χωρίς πρόθεση για να δηλωθεί ο τρόπος, και εμπρόθετη (de,ex, in και ab) για να δηλωθεί η αναφορά, η αφετηρία κτλ. π.χ. Romani fortiter pugnando (= forti pugna) castra ceperunt οι Ρωμαίοι κατέλαβαν το στρατόπεδο πολεμώντας γενναία· liber de beate vivendo βιβλίο για (σχετικά με) την ευτυχισμένη ζωή. Υπενθυμίζουμε ότι τα αποθετικά ρήματα διαθέτουν γερούνδιο λόγω της ενεργητικής σημασίας τους.

Γερουνδιακό

1. Το γερουνδιακό είναι ρηματικό επίθετο με παθητική σημασία. Σχηματίζεται από το ενεστωτικό θέμα με την προσθήκη των καταλήξεων: -ndus, -nda, -ndum και κλίνεται, όπως τα δευτερόκλιτα επίθετα: ama-ndus (-a -um), dele-ndus (-a -um), lege-ndus (-a -um), audie-ndus (-a -um). Αντιστοιχεί στα ρηματικά επίθετα της ελληνικής σε -τέος.
2. Μαζί με το sum το γερουνδιακό σχηματίζει τη λεγόμενη παθητική περιφραστική συζυγία (μεταφράζουμε με το «πρέπει να»). Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη μπορεί να είναι προσωπική ή απρόσωπη. Προσωπική σύνταξη έχουμε όταν το γερουνδιακό ανήκει σε ρήμα ενεργητικό μεταβατικό που συντάσσεται με αιτιατική. Το γερουνδιακό συμφωνεί με το υποκείμενο του sum στο γένος, στον αριθμό και στην πτώση (όπως δηλ. το επιθετικό κατηγορούμενο) π.χ. Omnia sunt excitanda πρέπει να ανασυγκροτηθούν τα πάντα (πρβ. διαβατέος ἐστὶν ἡμῖν ὁ ποταμός). Απρόσωπη σύνταξη έχουμε όταν το ρήμα, στο οποίο ανήκει το γερουνδιακό, είναι αμετάβατο ή συντάσσεται με πτώση διαφορετική από την αιτιατική. Στην περίπτωση αυτή το γερουνδιακό βρίσκεται στην ονομαστική του ενικού του ουδετέρου π.χ. subveniendum est reipublicae (subvenio + δοτ.) πρέπει να βοηθήσουμε την πολιτεία (πρβ. μεθεκτέον ἐστὶν τῶν πραγμάτων).
3. Η προσωπική περιφραστική συζυγία σε όλους τους τύπους της οριστικής έχει ως εξής: fides revocanda est η πίστη πρέπει να αποκατασταθεί fides revocanda erat η πίστη έπρεπε να αποκατασταθεί fides revocanda erit η πίστη θα πρέπει να αποκατασταθεί fides revocanda fuit η πίστη έπρεπε να έχει αποκατασταθεί fides revocanda fuerat η πίστη έπρεπε να είχε αποκατασταθεί fides revocanda fuerit η πίστη θα πρέπει να έχει αποκατασταθεί· στο απαρέμφατο: puto fidem revocandam esse νομίζω ότι η πίστη πρέπει να αποκατασταθεί· και στην υποτακτική: fides revocanda sit, ... revocanda esset, ...revocanda fuerit,...revocanda fuisset.
4. To ποιητικό αίτιο του γερουνδιακού τίθεται σε πτώση δοτική: omnia tibi sananda sunt (όπως με τα επίθετα σε -τέος της ελληνικής).
5. To sum είναι δυνατό να παραλείπεται και να υπονοείται σε διαφορετικό τύπο κάθε φορά· π.χ. constituenda iudicia (sunt)· revocanda fides (est)· comprimendae libidines (sunt)· propaganda suboles (est).

Προσδιορισμός του σκοπού

Μετά από ρήματα που δηλώνουν κίνηση (eo, venio, mitto κτλ.) ο προσδιορισμός του σκοπού μπορεί να εκφραστεί με τους παρακάτω τρόπους:
1. Legatum miserunt, ut nuntiaret (τελική πρότ.)· πρβ. έπεμψαν κήρυκα ίνα άπαγγείλειε.
2. Legatum miserunt, qui nuntiaret (αναφ. τελ. πρότ.)· πρβ. έπεμψαν κήρυκα όστις (δς) άπαγγελεϊ.
3. Legatum miserunt nuntiatum (σουπ. σε -urn)· πρβ. έπεμψαν κήρυκα άπαγγελοϋντα.
4. Legatum miserunt nuntiandi causa (causa ή gratia + γεν. του γερουνδίου)· πρβ. έπεμψαν κήρυκα υπέρ (ένεκα) τοϋ άπαγγεϊλαι.
5. Legatum miserunt ad nuntiandum (ad + αιτ. του γερουνδίου).
Το ρήμα nuntio (αναγγέλλω) παίρνει αντικείμενο σε αιτιατική· έτσι μπορούμε να προσθέσουμε το αντικείμενο victoriam (τη νίκη) στο τέλος των παραπάνω παραδειγμάτων: έστειλαν πρεσβευτή για να αναγγείλει τη νίκη (τους). Αυτό δε συνεπάγεται καμιά συντακτική μεταβολή για τους τρόπους εκφοράς 1, 2 και 3. Αντίθετα, στα παραδείγματα 4 και 5, όπου υπάρχει εμπρόθετος τύπος του γερουνδίου με αντικείμενο σε αιτιατική (victoriam) πρέπει να γίνει μετατροπή της ενεργητικής σύνταξης (= γερουνδίου·  βλ. το μάθ. XXXII) σε παθητική (= γερουνδιακό· βλ. το μάθ. XXXIII). Η μετατροπή αυτή ονομάζεται γερουνδιακή έλξη. Πρακτικά η μετατροπή γίνεται ως εξής: (α) το αντικείμενο του γερουνδίου παίρνει την πτώση του γερουνδίου· (β) το γερούνδιο (nuntiandi, nuntiandum) μετατρέπεται σε γερουνδιακό (nuntiandus -a -um) που συμμορφώνεται προς τον αριθμό και το γένος του ουσιαστικού.
Έτσι στην τελική μορφή θα έχουμε: legatum miserunt victoriae nuntiandae causa (περίπτωση 4)· legatum miserunt ad victoriam nuntiandam (περίπτωση 5).
Για τη διαδικασία της μετατροπής πρέπει να έχουμε υπόψη μας τα εξής: (α) το αντικείμενο του γερουνδίου (ενεργ. σύνταξη) μετατρέπεται σε υποκείμενο του γερουνδιακού (παθ. σύνταξη) (β) το γερουνδιακό ως επίθετο πρέπει να συμφωνεί με το ουσιαστικό (το υποκείμενο του) στο γένος, στον αριθμό και στην πτώση (γ) το γένος και ο αριθμός του ουσιαστικού δεν μπορούν να μεταβληθούν (δ) η πτώση του ουσιαστικού καθορίζεται πάντοτε από τη σύνταξη (που στην περίπτωση μας είναι η σύνταξη των προθέσεων με συγκεκριμένες πτώσεις).
Σημ. Στη μετάφραση διατηρούμε την ενεργητική σύνταξη σαν να μην υπήρχε η έλξη· μεταφράζουμε δηλ. «για να αναγγείλει τη νίκη».
Η γερουνδιακή έλξη είναι υποχρεωτική (α) όταν πρόκειται να χρησιμοποιήσουμε εμπρόθετο τύπο του γερουνδίου (causa, gratia με γεν.· ad, in με αιν de, ex, in και ab με αφ.) με αντικείμενο σε πτώση αιτιατική (β) όταν η σύνταξη επιβάλλει να χρησιμοποιήσουμε τη δοτική του γερουνδίου (συνήθως με επίθετα που σημαίνουν «κατάλληλος») με αντικείμενο στην αιτιατική. Άλλα παραδείγματα:
  • campus proelio committendo aptus (όχι: proelium committendo) πεδιάδα κατάλληλη για τη σύναψη μάχης.
  • scripsit librum de corpore curando (όχι: de curando corpus) έγραψε βιβλίο για τη θεραπεία του σώματος.
Στις περιπτώσεις που θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε απρόθετη γενική ή αφαιρετική γερουνδίου η γερουνδιακή έλξη δεν είναι υποχρεωτική — αν και η κλασική λατινική την προτιμούσε. Την αποφεύγουμε όταν το αντικείμενο του γερουνδίου είναι το ουδέτερο αντωνυμίας ή επιθέτου. Παραδείγματα:
  • ars gerendi rem publicam (ή ars gerendae rei publicae) η τέχνη της διακυβέρνησης της πολιτείας
  • orationis elegantia augetur legendo oratores (ή legendis oratoribus) η χάρη του λόγου αυξάνεται (καλλιεργείται) με τη μελέτη των ρητόρων.
  • in narrando aliquid breves esse debemus όταν αφηγούμαστε κάτι πρέπει να είμαστε σύντομοι.

Το γερουνδιακό χρησιμεύει ως:

1.Επιθετικός προσδιορισμός
  • homo non ferendus (άνθρωπος όχι ανεκτός).
2.Κατηγορούμενο. Σ' αυτή την περίπτωση γίνεται χρήση δύο συντάξεων:
-Προσωπικής σύνταξης, όταν το ρήμα στο οποίο ανήκει το γερουνδιακό είναι μεταβατικό και συντάσσεται με αιτιατική.
  • deleo Carthaginem-->delenda est Carthago (=καταστρεπτέα ἐστὶν ἡ Καρχηδών).
-Απρόσωπης σύνταξης, όταν το ρήμα στο οποίο ανήκει το γερουνδιακό είναι αμετάβατο ή δε συντάσσεται με αιτιατική.
  • subveniendum est reipublicae (subvenio+δοτ.).
  • militibus pugnandum est fortiter pro patria
3.Κατηγορηματικός προσδιορισμός, κανονικά με ρήματα που έχουν την έννοια του «δίνω» ή «δέχομαι» κάτι για ορισμένο σκοπό: do, trado, mitto, relinquo-accipio, suspicio, permitto
  • urbs militibus diripienda tradita est (=ἡ πόλις παρεδόθη τοῖς στρατιώταις διαρπαστέα)

Γερουνδιακή Έλξη (attractio gerundiva)

Συνηθέστατα το γερουνδιακό στις πλάγιες πτώσεις του δεν είναι επίθετο παθητικής διάθεσης, αλλά αντικαθιστά το αντίστοιχο γερούνδιο και παίρνει την ενεργητική του σημασία. Όταν δηλ. το γερούνδιο ανήκει σε ρήμα μεταβατικό που συντάσσεται με αιτιατική, πολλές φορές το αντικείμενο αυτό του γερουνδίου παίρνει την πτώση του, ενώ το γερούνδιο παίρνει το γένος και τον αριθμό του αντικειμένου του. [Γερουνδιακή έλξη χρησιμοποιείται και στα ρήματα που συντάσσονται με αφαιρετική: utor, fruor, fungor, potior, επειδή και αυτά αρχικά συντάσσονταν με αιτιατική. π.χ. spes potiendae urbe-->spes potiendae urbis (=ἡ ἐλπὶς τῆς καταλήψεως τῆς πόλεως).]
  • legatum miserunt causa nuntiandi victoriam-->legatum miserunt causa nuntiandae victoriae
  • legatum miserunt ad nuntiandum victoriam-->legatum miserunt ad nuntiandam victoriam

Διαφορά γερουνδιακού-μετοχής παθητικού παρακειμένου:

  • Cassius auctor erat Caesaris interficiendi (=Ο Κάσσιος ήταν εισηγητής του φόνου του Καίσαρα που επρόκειτο να γίνει)
  • Cassius auctor fuit Caesaris interfecti (=Ο Κάσσιος έγινε εισηγητής του φόνου του Καίσαρα που διεπράχθη)

Lectiones 21-50

  • (31)cupiditate pugnandi permotus: pugnandi hostem: προαιρετική γερουνδιακή έλξη: pugnandi hostis

Ασκήσεις

  • consilium de interficiendo Caesarem
  • causa resecanti ungues (-is)
  • ad obiurcandum eam
  • ars gerendi rempublicam
  • ars gerendi respublicas
  • Romam venimus ad videndum Paulam
  • Iuvenes cupidi erant videndi puellas
  • Iuvenes cupidi erant videndi puellam
  • Discimus legendo libros
  • Discimus legendo librum

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Πλάγιος λόγος (oratio obliqua)


1. Πλάγιο λόγο έχουμε όταν τα λόγια κάποιου δεν τα ακούμε ή τα πληροφορούμαστε όπως ακριβώς τα είπε, αλλά μας ανακοινώνονται εξαρτημένα από ένα ρήμα λεκτικό, δοξαστικό ή ερωτηματικό (dico, sentio, rogo κτλ.) και τροποποιημένα (ως προς τις εγκλίσεις, τους χρόνους, τις αντωνυμίες και ορισμένα επιρρήματα).
2. Ένας γενικός κανόνας που αφορά τις εγκλίσεις είναι ότι στον πλάγιο λόγο υπάρχει πάντα ή υποτακτική ή απαρέμφατο. (Στα αρχαία ελληνικά έχουμε οριστική, υποτακτική, ευκτική ή απαρέμφατο.). Συγκεκριμένα: (α) οι ανεξάρτητες προτάσεις που περιέχουν κρίση μετατρέπονται σε απαρεμφατικές· σε σχέση με το ρήμα της εξάρτησης το απαρέμφατο του ενεστώτα εκφράζει το σύγχρονο, του παρακειμένου το προτερόχρονο και του μέλλοντα το υστερόχρονο (βλ. και τα μαθ. VII και XVIII). Π.χ.

Ευθύς λόγος

Πλάγιος λόγος

Hostes discedunt Dicit (dixit) hostes discedere
Hostes discesserunt Dicit (dixit) hostes discessisse
Hostes discedent Dicit (dixit) hostes discessuros esse
(β) Οι ανεξάρτητες προτάσεις που εκφράζουν επιθυμία μετατρέπονται σε δευτερεύουσες βουλητικές προτάσεις που εισάγονται με το ut (αρν. ne) και εκφέρονται με υποτακτική. (Ανάλογα με το ρήμα της εξάρτησης μπορούν να μετατραπούν και σε απαρεμφατικές)

Ευθύς λόγος

Πλάγιος λόγος

Veni! (έλα!) peto a te ut venias (petebam... ut venires)
Noli timere! Peto a te ne timeas (petebam... ne timeres)
(γ) Οι ευθείες ερωτήσεις γίνονται πλάγιες (βλ. τα μάθ. XLIII, XLIV) Ubi est Antonius? Rogat ubi sit Antonius (Rogabat ubi esset...)
3. Οι προτάσεις που στον ευθύ λόγο είναι εξαρτημένες διατηρούν στον πλάγιο λόγο το απαρέμφατο ή την υποτακτική, αλλά μετατρέπουν την οριστική σε υποτακτική. (Σημ. Η οριστική διατηρείται σε σπάνιες περιπτώσεις, όταν θεωρείται ότι η πρόταση λειτουργεί ανεξάρτητα από τον πλάγιο λόγο· βλ. π.χ. το κείμενο του μαθ. XLII, στ. 8: quo intendit). Παραδείγματα:

Ευθύς λόγος

Πλάγιος λόγος

Nescio quid faciam: dicit se nescire quid faciat
credo, quia verum est dicit se credere quia verum sit
4. Οι χρόνοι στον πλάγιο λόγο συμμορφώνονται προς τους κανόνες της ακολουθίας των χρόνων.
5. Οι προσωπικές και κτητικές αντωνυμίες μετατρέπονται ως εξής: του α' προσώπου (ego, meus) γίνονται se, suus (ή ipse, ipsius,-όταν υπάρχει αντίθεση ή κίνδυνος σύγχυσης)· του β' προσώπου (tu, tuus) γίνονται ille, illius· το hic ή iste γίνεται επίσης ille (ή is). Ακόμη, για λόγους ευνόητους, αλλάζουν και ορισμένα επιρρήματα: τα nunc, hodie (σήμερα), eras (αύριο) γίνονται tunc, illo die, postero die· το hic γίνεται ibi κτλ.

Ευθύς λόγος

Πλάγιος λόγος

Κύρια πρόταση κρίσεως
  • ειδικό απαρέμφατο
  • κατηγορηματική μετοχή
  • (ειδική πρόταση στα Α.Ε.)
Κύρια πρόταση επιθυμίας
(προστακτική, προτρεπτική υποτακτική)
  • βουλητική πρόταση
  • τελικό απαρέμφατο
Ευθεία ερώτηση
Οι προτάσεις που στον ευθύ λόγο είναι εξαρτημένες διατηρούν στον πλάγιο λόγο το απαρέμφατο ή την υποτακτική, αλλά μετατρέπουν την οριστική σε υποτακτική.

Κείμενα 21 - 50

21

Brenno duce Galli, apud Alliam flumen delētis legiōnibus Rōmanōrum, evertērunt urbem Romam praeter Capitōlium, pro quo immensam pecuniam accepērunt. Tum Camillus, qui diu apud Ardeam in exilio fuerat propter Vēientānam praedam non aequo iure divīsam, absens dictātor est factus; is Gallos iam abeuntes secūtus est: quibus interemptis aurum omne recēpit. Quod illic appensum civitāti nomen dedit: nam Pisaurum dicitur, quod illic aurum pensātum est. Post hoc factum rediit in exilium, unde tamen rogātus reversus est.

22

Imitemur nostros Brutos, Camillos, Decios, Curios, Fabricios, Scipiones, innumerabiles alios qui hanc rem publicam stabiliverunt; quos equidem in deorum immortalium coetu ac numero repono. Amemus patriam, pareamus senatui, consulamus bonis; praesentes fructus neglegamus, posteritatis gloriae serviamus; id esse optimum putemus, quod est rectissimum; speremus quae volumus, sed feramus quod acciderit; arbitremur denique corpus virorum fortium magnorumque hominum esse mortale, animi vero motus et virtutis gloriam sempiternam esse.

23

Aegrotabat Caecina Paetus, maritus Arriae, aegrotabat et filius. Filius mortuus est. Huic Arria funus ita paravit, ut ignoraretur a marito; quin immo cum illa cubiculum mariti intraverat, vivere filium simulabat, ac marito persaepe interroganti, quid ageret puer, respondebat: «Bene quievit, libenter cibum sumpsit». Deinde, cum lacrimae suae, diu cohibitae, vincerent prorumperentque, egrediebatur; tum se dolori dabat et paulo post siccis oculis redibat.
...Scribonianus arma in Illyrico contra Claudium moverat; fuerat Paetus in partibus eius et, occiso Scriboniano, Romam trahebatur. Erat ascensurus navem; Arria milites orabat, ut simul inponeretur. Non impetravit: conduxit piscatoriam naviculam ingentemque navem secuta est.

24

Cum P. Cornelius Nasīca ad Ennium poētam venisset eique ab ostio quaerenti Ennium ancilla dixisset eum domi non esse, Nasīca sensit illam domini iussu id dixisse et illum intus esse. Accipe nunc quid postea Nasīca fecerit. Paucis post diēbus cum Ennius ad Nasīcam venisset et eum a ianuā quaereret, exclamāvit Nasīca se domi non esse, etsi domi erat. Tum Ennius indignatus quod Nasīca tam aperte mentiebātur: «Quid?» inquit «Ego non cognosco vocem tuam?» Visne scire quid Nasīca responderit? «Homo es impudens. Ego cum te quaererem, ancillae tuae credidi te domi non esse; tu mihi ipsi non credis?»

25

Cato attulit quodam die in curiam ficum praecocem ex Carthagine ostendensque patribus «Interrogo vos» inquit «quando hanc ficum decerptam esse putetis ex arbore». Cum omnes recentem esse dixissent, «Atqui ante tertium diem» inquit «scitōte decerptam esse Carthagine. Tam prope a muris habēmus hostem! Itaque cavēte periculum, tutamini patriam. Opibus urbis nolite confidere. Fiduciam, quae nimia vobis est, deponite. Neminem credideritis patriae consultūrum esse, nisi vos ipsi patriae consulueritis. Mementōte rem publicam in extremo discrimine quondam fuisse!” Statimque sumptum est Punicum bellum tertium, quo Carthago deleta est.

26

C. Plinius Marcellino suo salutem. Tristissimus haec tibi scribo: Fundani nostri filia minor mortua est. Ea puella nihil umquam festivius, nihil amabillius nec longiore vita dignius vidi. Nondum annos XIII impleverat, et iam illi anilis prudentia, matronalis gravitas erat et tamen suavitas puellaris. Ut illa patris cervicibus inhaerebat! ut nos amicos paternos et amanter et modeste complectebatur! ut nutrices ut paedagogos, ut praeceptores dilligebat! quam studiose, quam intellegenter lectitabat! ut parce ludebat! Qua illa patientia, qua etiam constantia novissimam valetudinem tulit!

27

Cum Accius ex urbe Rōmā Tarentum venisset, ubi Pacuvius grandi iam aetāte recesserat, devertit ad eum. Accius, qui multo minor natu erat, tragoediam suam, cui “Atreus” nomen est, ei desideranti lēgit. Tum Pacuvius dixit sonōra quidem esse et grandia quae scripsisset, sed vidēri tamen ea sibi duriōra et acerbiōra. “Ita est” inquit Accius “ut dicis; neque id me sane paenitet; meliōra enim fore spero, quae deinceps scribam. Nam quod in pomis est, idem esse aiunt in ingeniis: quae dura et acerba nascuntur, post fiunt mitia et iucunda; sed quae gignuntur statim viēta et mollia, non matūra mox fiunt sed putria”.

28

Aesopi nostri Licinus servus tibi notus Roma Athenas fugit. Is Athenis apud Patronem Epicureum paucos menses pro libero fuit, inde in Asiam abiit. Postea Plato quidam Sardianus, cum eum fugitivum esse ex Aesopi litteris cognovisset, hominem comprehendit et in custodiam Ephesi tradidit. Tu, hominem investiga, quaeso, summaque diligentia vel Romam mitte vel Epheso rediens tecum deduc. Noli spectare quanti homo sit. Parvi enim preti est, qui tam nihili est. Sed, propter servi scelus et audaciam, tanto dolore Aesopus est adfectus, ut nihil ei gratius possit esse quam recuperatio fugitivi.

29

Cum Octavianus post victoriam Actiacam Romam rediret, homo quidam ei occurrit corvum tenens; eum instituerat haec dicere: «Ave, Caesar, victor imperator». Caesaris* multum interfuit corvum emere; itaque viginti milibus sestertium eum emit. Id exemplum sutorem quendam incitavit, ut corvum doceret parem salutationem. Diu operam frustra impendebat; quotiescumque avis non respondebat, sutor dicere solebat «Oleum et operam perdidi». Tandem corvus salutationem didicit et sutor, cupidus pecuniae*, eum Caesari attulit. Audita salutatione Caesar dixit: «Domi satis salutationum* talium audio». Tum venit corvo in mentem verborum* domini sui: «Oleum et operam perdidi». Ad haec verba Augustus risit emitque avem tanti*, quanti* nullam adhuc emerat.

30

Hic vero, iudices, et fuit in Asia et viro fortissimo, patri suo, magno adiumento* in periculis, solacio* in laboribus, gratulationi* in victoria fuit. Et si habet Asia suspicionem quandam luxuriae, Murenam laudare debemus, quod Asiam vidit sed in Asia continenter vixit. Quam ob rem accusatores non Asiae nomen Murenae* obiecerunt, ex qua laus familiae*, memoria generi*, honos et gloria nomini* constituta est, sed aliquod flagitium ac dedecus aut in Asia susceptum aut ex Asia deportatum. Meruisse vero stipendia in eo bello virtutis fuit; patre imperatore libentissime meruisse pietatis fuit; finem stipendiorum patris victoriam ac triumphum fuisse felicitatis fuit.

31

Bello* Latino Τ. Manlius consul nobili genere* natus exercitui Romanorum praefuit. Is cum aliquando castris* abiret, edixit ut omnes pugna* abstinerent. Sed paulo* post filius eius castra hostium praeterequitavit et a duce* hostium his verbis* proelio lacessitus est: «Congrediamur, ut singularis proelii eventu* cernatur, quanto* miles Latinus Romano virtute* antecellat». Tumisus et cupiditate* pugnandi permotus, iniussu* consulis in certamen ruit; et fortior hoste*, hasta* eum transfixit et armis* spoliavit. Statim hostes fuga* salutem petiverunt. Sed consul, cum in castra revertisset, adulescentem, cuius opera* hostes fugati erant, morte* multavit. adulescens, viribus* suis conf

32

Pleni omnes sunt libri, plenae sapientium voces, plena exemplorum vetustas; quae iacerent in tenebris omnia, nisi litterarum lumen accederet. Quam multas imagines fortissimorum virorum -non solum ad intuendum*, verum etiam ad imitandum*- scriptores et Graeci et Latini nobis reliquerunt! Quas ego, cupidus bene gerendi* et administrandi* rem publicam, semper mihi proponebam. Colendo* et cogitando* homines excellentes animum et mentem meam conformabam. Sic enim -laudem et honestatem solum expetendo*, omnes cruciatus corporis et omnia pericula mortis parvi esse ducendo*- me pro salute vestra in tot ac tantas dimicationes obicere potui.

33

Omnia sunt excitanda* tibi uni, C. Caesar, quae iacere sentis perculsa atque prostrata impetu belli ipsius, quod necesse fuit: constituenda* iudicia, revocanda* fides, comprimendae* libidines, propaganda* suboles; omnia quae dilapsa iam diffluxerunt, severis legibus vincienda* sunt. In tanto civili bello, in tanto ardore animorum et armorum, quassata res publica multa perdidit et ornamenta dignitatis et praesidia stabilitatis suae; multaque uterque dux fecit armatus, quae idem togatus fieri prohibuisset. Quare subveniendum* reipublicae est et omnia nunc belli vulnera tibi sananda* sunt, quibus praeter te mederi nemo potest.

34

Cum Africanus in Literno esset, complures praedonum duces forte salutatum* ad eum venerunt. Tum Scipio, cum se ipsum captum* venisse eos existimasset, praesidium domesticorum in tecto conlocavit. Quod ut praedones animadverterunt, abiectis armis ianuae appropinquaverunt et clara voce Scipioni nuntiaverunt (incredibile auditu!) virtutem eius admiratum* se venisse. Haec postquam domestici Scipioni rettulerunt, is fores reserari eosque intromitti iussit. Praedones postes ianuae tamquam sanctum templum venerati sunt et cupide Scipionis dextram osculati sunt. Cum ante vestibulum dona posuissent, quae homines deis immortalibus consecrare solent, domum reverterunt.

35

Unum fuisse Homero servum, tres Platoni, nullum Zenoni tradunt. Nemo vero eos miseretur, quod* infeliciter vixerint. Menenius Agrippa, qui inter patres ac plebem publicae gratiae sequester fuit, aere collato funeratus est. Atilius Regulus, cum Poenos in Africa funderet, ad senatum scripsit mercenarium suum discessisse et ab eo desertum esse rus; id senatui publice curari placuit, quoniam* Regulus aberat. Scipionis filiae ex aerario dotem acceperunt, quia* nihil illis reliquerat pater. Aequum mehercule erat populum Romanum tributum Scipioni conferre, cum* a Carthagine semper tributum ipse exigeret. Ο felices viros puellarum, quibus populus Romanus loco soceri fuit!

36

Manius Curius Dentatus maxima frugalitate utebatur, quo* facilius divitias contemnere posset. Die quodam Samnitium legati ad eum venerunt. Ille se in scamno assidentem apud focum et ex ligneo catillo cenantem eis spectandum* praebuit. Samnitium divitias contempsit et Samnites paupertatem eius mirati sunt. Nam cum ad eum magnum pondus auri publice missum attulissent, ut* eo uteretur, vultum risu solvit et protinus dixit: «Supervacaneae, ne* dicam ineptae, legationis ministri, narrate Samnitibus Manium Curium malle locupletibus imperare quam ipsum fieri locupletem; et mementote me nec acie vinci nec pecunia corrumpi posse».

37

In eum locum res deducta est, ut*, nisi qui deus vel casus aliqui subvenerit, salvi esse nequeamus. Equidem, ut veni ad urbem, non destiti omnia et sentire et dicere et facere, quae ad concordiam pertinerent; sed tantus furor omnes invaserat, ut* pugnare cuperent, etsi ego clamabam nihil esse bello civili miserius. Omnia sunt misera in bellis civilibus, sed nihil miserius quam ipsa victoria: ea victores ferociores impotentioresque reddit, ut*, etiamsi natura tales non sint, necessitate esse cogantur. Bellorum enim civilium exitus tales sunt semper, ut* non solum ea fiant, quae velit victor, sed etiam ut* victor obsequatur iis, quorum auxilio victoria parta sit.

38

Caecilia, uxor Metelli, dum* more prisco omen nuptiale petit filiae sororis, ipsa fecit omen. Nam in sacello quodam nocte cum sororis filia persedebat expectabatque dum* aliqua vox congruens proposito audiretur. Tandem puella, longa mora standi fessa, rogavit materteram, ut sibi paulisper loco cederet. Tum Caecilia puellae dixit: «ego libenter tibi mea sede cedo». Hoc dictum paulo post res ipsa confirmavit. Nam mortua est Caecilia, quam Metellus, dum* vixit, multum amavit; postea is puellam in matrimonium duxit.

39

Sapientem nec paupertas nec dolor prohibit, nee eae res, quae imperitos avertunt et praecipites agunt. Tu ilium premi putas malis? Utitur! Non ex ebore tantum Phidias sciebat facere simulacra; ex aere quoque faciebat. Si* marmor illi obtulisses, si* viliorem materiam, fecisset tale, quale ex ilia fieri optimum posset. Eodem modo sapiens virtutem, si* licebit, in divitiis explicabit, si minus*, in paupertate; si* poterit, in patria, si minus*, in exilio; si* poterit, imperator, si minus*, miles; si* poterit, integer, si minus*, debilis. Quamcumque fortunam acceperit, aliquid ex ilia memorabile efficiet.

40

Sulla, occupata urbe, senatum armatus coegerat ut C. Marius quam celerrime hostis iudicaretur. Cuius voluntati nemo obviam ire audebat; solus Quintus Mucius Scaevola augur de hac re interrogatus sententiam dicere noluit. Quin etiam cum Sulla minitans ei instaret, dixit is Sullae: «Licet* mihi ostendas agmina militum, quibus curiam circumsedisti; licet* mortem miniteris, numquam tamen ego hostem iudicabo Marium. Etsi* senex et corpore infirmo sum, semper tamen meminero urbem Romam et Italiam a Mario conservatam esse.

41

Curius et Fabricius, antiquissimi viri, et his antiquiores Horatii plane ac dilucide cum suis locuti sunt; non Sicanorum aut Pelasgorum, qui primi coluisse Italiam dicuntur, sed aetatis suae verbis utebantur. Tu autem, proinde quasi* cum matre Evandri nunc loquaris, sermone abhinc multis annis iam obsoleto uteris, quod neminem scire atque intellegere vis, quae dicas. Quin, homo inepte, taces, ut consequaris, quod vis? Sed antiquitatem tibi placere dicis, quod honesta et bona et modesta sit. Sic ergo vive, ut* viri antiqui, sed sic loquere, ut* viri aetatis nostrae; atque id quod a C. Caesare scriptum est, habe semper in memoria et in pectore: «tamquam* scopulum, sic fugias verbum insolens atque inauditum».

42

Nonnulli sunt in hoc ordine, qui* aut ea, quae* imminent, non videant, aut ea, quae* vident, dissimulent: qui* spem Catilinae mollibus sententiis aluerunt coniurationemque nascentem non credendo confirmaverunt; quorum* auctoritatem secuti multi, non solum improbi verum etiam imperiti, si in hunc animadvertissem, crudeliter et regie id factum esse dicerent. Nunc intellego, si iste in Manliana castra pervenerit, quo* intendit, neminem tam stultum fore, qui* non videat coniurationem esse factam, neminem tam improbum, qui* non fateatur.

43

Num* ad hostem veni et captiva in castris tuis sum? In hoc me longa vita et infelix senecta traxit, ut primum exsulem deinde hostem te viderem? Qui* potuisti populari hanc terram, quae te genuit atque aluit? Non tibi ingredienti fines patriae ira cecidit? Quamvis infesto et minaci animo perveneras, cur*, cum in conspectu Roma fuit, tibi non succurrit: «intra ilia moenia domus ac penates mei sunt, mater coniunx liberique»? Ergo ego nisi peperissem, Roma non oppugnaretur; nisi filium haberem, libera in libera patria mortua essem. Ego nihil iam pati possum nec diu miserrima futura sum: at contra hos, si pergis, aut immatura mors aut longa servitus manet.

44

Haec est tyrannorum vita, in qua nulla fides, nulla caritas, nulla fiducia benevolentiae stabilis esse potest: tyrannis omnia semper suspecta atque sollicita sunt; nullus locus amicitiae eis est. Nescio enim quis* possit diligere eum, quem metuat, aut eum, a quo se metui putet. Coluntur tamen simulatione dumtaxat ad tempus. Quodsi forte, ut fit plerumque, ceciderunt, tum intellegitur quam* fuerint inopes amicorum. Hoc est quod Tarquinium dixisse ferunt exulantem: «Tum intellexi, quos* fidos amicos habuissem, quos* infidos, cum iam neutris gratiam referre poteram».

45

Caesar ex captivis cognoscit quae apud Ciceronem gerantur quantoque in periculo res sit. Tum cuidam ex equitibus Gallis persuadet ut* ad Ciceronem epistulam deferat. Curat et providet ne*, intercepta epistula, nostra consilia ab hostibus cognoscantur. Quam ob rem epistulam conscriptam Graecis litteris mittit. Legatum monet ut*, si adire non possit, epistulam ad amentum tragulae adliget et intra castra abiciat. In litteris scribit se cum legionibus celeriter adfore. Gallus, periculum veritus, constituit ut* tragulam mitteret. Haec casu ad turrim adhaesit et tertio post die a quodam milite conspicitur et ad Ciceronem defertur. Ille epistulam perlegit militesque adhortatur ut* salutem sperent.

46

Philosophi mundum censent regi numine deorum; eum esse putant quasi communem urbem et civitatem hominum et deorum, et unum quemque nostrum eius mundi esse partem; ex quo illud natura consequitur, ut* communem utilitatem nostrae anteponamus. Ut enim leges omnium salutem singulorum saluti anteponunt, sic vir bonus et sapiens et legibus parens consulit utilitati omnium plus quam unius alicuius aut suae. Nec magis vituperandus est proditor patriae quam proditor communis utilitatis, aut communis salutis desertor propter suam utilitatem et salutem. Ex quo fit, ut* laudandus is sit, qui pro re publica cadat, quod decet cariorem nobis esse patriam quam nosmet ipsos.

47

Iulia, Augusti filia, mature habere coeperat canos, quos legere secrete solebat. Hac re audita Augustus voluit filiam deterrere quominus* id faceret. Eo consilio aliquando repente intervenit oppressitque ornatrices. Etsi super vestem earum deprehendit canos, tamen Augustus dissimulavit eos vidisse et aliis sermonibus tempus extraxit, donec induxit mentionem aetatis. Tum interrogavit filiam, utrum post aliquot annos cana esse mallet an calva. Cum illa respondisset «ego, pater, cana esse malo», mendacium illi pater obiecit: «Non dubito quin* calva esse nolis. Quid ergo non times ne* istae te calvam faciant?»

48

Cerva alba eximiae pulchritudinis Sertorio a Lusitano quodam dono data erat. Sertorius omnibus persuasit cervam, instinctam numine Dianae, conloqui secum et docere*, quae utilia factu essent*. Si quid durius ei videbatur, quod imperandum militibus esset, a cerva sese monitum esse* praedicabat. Ea cerva quodam die fugit et perisse* credita est. Cum aliquis Sertorio nuntiavisset cervam inventam esse*, Sertorius eum iussit tacere*; praeterea praecepit ut eam postero die repente in eum locum emitteret*, in quo ipse cum amicis futurus esset*. Postridie eius diei Sertorius, admissis amicis in cubiculum suum, dixit eis visum in somno sibi esse* cervam, quae perisset*, ad se reverti*. Cum cerva, emissa a servo, in cubiculum Sertorii introrupisset, admiratio magna orta est.

49

Porcia, Bruti uxor, cum viri sui consilium de interficiendo* Caesare cognovisset, cultellum tonsorium quasi unguium resecandorum* causa poposcit eoque velut forte elapso se vulneravit. Clamore deinde ancillarum in cubiculum vocatus Brutus ad eam obiurgandam* venit, quod tonsoris praeripuisset officium. Cui secreto Porcia «non est hoc» inquit «temerarium factum meum, sed certissimum indicium amoris mei erga te tale consilium molientem: experiri enim volui, quam aequo animo me ferro essem interemptura, si tibi consilium non ex sententia cessisset».

50

Cum Servius Sulpicius Galba et Aurelius Cotta con-sules in senatu contenderent uter* adversus Viriathum in Hispaniam mitteretur, magna inter patres conscriptos dissensio erat, aliis* pro Galba et aliis* pro Cotta dicen-tibus; solus* P. Scipio Aemilianus cum toto* senatu dis-sensit: «Neutrum*» inquit «mihi mitti placet, quia alter* nihil habet, alteri* nihil est satis». Nam Scipio Aemilianus aeque malam imperii magistram iudicabat inopiam atque avaritiam. Qua sententia graviter et sine ulla* malevolentia dicta Scipio obtinuit, ut neuter* in provinciam mitteretur.

Μεταφράσεις 21 -50

21 Οι Γαλάτες με αρχηγό το Βρέννο, αφού κατατρόπωσαν τις ρωμαϊκές λεγεώνες στον ποταμό Αλία, κατέστρεψαν εντελώς τη Ρώμη εκτός από το Καπιτώλιο, για το οποίο πήραν ως αντάλλαγμα ένα τεράστιο χρηματικό ποσό. Τότε ο Κάμιλλος, που είχε παραμείνει εξόριστος για πολύ καιρό στην Αρδέα, γιατί δε μοίρασε ακριβοδίκαια τη λεία από τους Βηίους, εκλέχτηκε δικτάτορας, αν και βρισκόταν μακριά (από τη Ρώμη)· ακολούθησε τους Γαλάτες που ήδη αποχωρούσαν και, αφού τους εξολόθρευσε, πήρε πίσω όλο το χρυσάφι. Επειδή το χρυσάφι ζυγίστηκε στον τόπο εκείνο, έδωσε το όνομα στην πόλη: ονομάζεται δηλαδή Πίσαυρο, επειδή εκεί ζυγίστηκε το χρυσάφι. Μετά την πράξη αυτή ο Κάμιλος επέστρεψε στην εξορία, απ' όπου (όμως) γύρισε, αφού τον παρακάλεσαν.
22Ας μιμούμαστε (μιμηθούμε) τους Βρούτους, τους Καμίλλους, τους Δεκίους, τους Κουρίους, τους Φαβρικίους, τους Σκιπίωνές μας και τους αναρίθμητους άλλους (ηγέτες) που στέριωσαν αυτή την πολιτεία· σ' αυτούς εγώ βέβαια δίνω μια θέση ανάμεσα στους αθάνατους θεούς (τους τοποθετώ στη χορεία των αθάνατων θεών). Ας αγαπάμε την πατρίδα μας, ας υπακούουμε στη Σύγκλητο, ας φροντίζουμε για τους καλούς πολίτες· ας αδιαφορούμε για το τωρινό κέρδος κι ας υπηρετούμε τη μελλοντική δόξα· ας θεωρούμε άριστο πράγμα αυτό που είναι το πιο σωστό· ας ελπίζουμε αυτά που θέλουμε, αλλά ας υπομένουμε ό,τι (αντίξοο) μας συμβεί· ας πιστεύουμε, τέλος, πως το σώμα των γενναίων ανδρών και των μεγάλων ανθρώπων είναι θνητό, αλλά οι δυνάμεις της ψυχής (οι πνευματικές δραστηριότητες, δυνάμεις) και η δόξα της αρετής είναι αιώνια.
23 Ο Καικίνας Παίτος, ο σύζυγος της Αρρίας, ήταν άρρωστος· άρρωστος ήταν κι ο γιος τους. Το παιδί τους πέθανε. Η Αρρία τού έκανε την κηδεία του με τέτοιο τρόπο, που ο σύζυγός της να το αγνοεί (να μην το μάθει)· κι όχι μόνο αυτό, αλλά κάθε φορά που (όταν) έμπαινε στην κρεβατοκάμαρά του, προσποιούταν ότι ο γιος τους ήταν ζωντανός και στο σύζυγό της, που ρωτούσε πολύ συχνά πώς ήταν το παιδί, απαντούσε: "Κοιμήθηκε καλά, έφαγε (πήρε την τροφή του) με όρεξη". Κι όταν κάποια στιγμή τα δάκρυά της, που τα συγκρατούσε τόση ώρα, ήταν έτοιμα να ξεσπάσουν ασταμάτητα (υπερίσχυαν και ξέσπαγαν), έβγαινε έξω· τότε παραδινόταν στη θλίψη της και λίγο αργότερα ξαναγύριζε με μάτια στεγνά. Ο Σκριβωνιανός είχε στασιάσει στην Ιλλυρία εναντίον του αυτοκράτορα Κλαυδίου· ο Παίτος είχε πάει με το μέρος του και μετά το φόνο του Σκριβωνιανού τον οδηγούσαν σιδεροδέσμιο στη Ρώμη. Επρόκειτο ν' ανέβει στο καράβι· η Αρρία παρακαλούσε1 τους στρατιώτες να την επιβιβάσουν2 μαζί τους. Δεν το κατόρθωσε. (Έτσι) νοίκιασε ένα ψαροκάικο και ακολούθησε το πελώριο καράβι.
24Σαν πήγε ο Π. Κορνήλιος Νασικάς στον ποιητή Έννιο και τον ζητούσε από την πόρτα, η υπηρέτρια του είπε ότι δεν ήταν σπίτι. (Τότε) ο Νασικάς κατάλαβε πως του απάντησε έτσι με διαταγή του αφεντικού της και πως ο Έννιος ήταν μέσα. Άκου τώρα τι έκανε μετά ο Νασικάς. Σαν ήλθε λίγες ημέρες αργότερα ο Έννιος στο Νασικά και τον ζητούσε από την πόρτα, ο Νασικάς φώναξε πως δεν ήταν σπίτι, παρόλο που ήταν. Τότε ο Έννιος αγανακτισμένος που ο Νασικάς έλεγε ψέματα τόσο φανερά, του είπε: "Τι λοιπόν; Δε γνωρίζω τη φωνή σου;" Θέλεις να μάθεις τι απάντησε ο Νασικάς; "Είσαι αναιδής άνθρωπος. Όταν σε ζητούσα εγώ, πίστεψα την υπηρέτριά σου πως δεν ήσουν σπίτι· εσύ δεν πιστεύεις εμένα τον ίδιο;"
25: Κάποια μέρα ο Κάτωνας έφερε στη Σύγκλητο (στο Βουλευτήριο) ένα σύκο πρώιμο από την Καρχηδόνα και δείχνοντάς το στους Συγκλητικούς είπε: "Σας ρωτώ (να μου πείτε) πότε νομίζετε πως το σύκο αυτό κόπηκε από το δέντρο". Όταν όλοι απάντησαν πως ήταν φρέσκο, αυτός συνέχισε: "Κι όμως, μάθετε πως κόπηκε στην Καρχηδόνα πριν τρεις μέρες. Τόσο κοντά στα τείχη μας έχουμε τον εχθρό! Φυλαχτείτε λοιπόν από τον κίνδυνο και προστατεύστε την πατρίδα. Μη στηρίζεστε στις δυνάμεις της πόλης (Ρώμης). Να αποβάλετε (αφήσετε κατά μέρος) την υπερβολική σας αυτοπεποίθηση. Μην πιστέψετε πως θα ενδιαφερθεί κανείς για την πατρίδα, αν εσείς οι ίδιοι δε φροντίσετε γι' αυτή. Θυμηθείτε πως κάποτε η πατρίδα μας βρέθηκε στον (διέτρεξε τον) έσχατο κίνδυνο!" Κι αμέσως (οι Ρωμαίοι) ξεκίνησαν τον τρίτο Καρχηδονιακό πόλεμο, που στη διάρκειά του καταστράφηκε η Καρχηδόνα.
26 Ο Γάιος Πλίνιος στέλνει τις ευχές του στο Μαρκελλίνο. Σου γράφω τα παρακάτω με πάρα πολλή θλίψη: Η μικρότερη κόρη του Φουνδανού μας πέθανε. Δεν είδα ποτέ μου κανένα (τίποτα) πιο πρόσχαρο, πιο αξιαγάπητο και πιο άξιο να ζήσει περισσότερα χρόνια απ' αυτήν την κοπέλα. (Ακόμη δεν είχε συμπληρώσει) πριν καλά-καλά συμπληρώσει τα δεκατρία της χρόνια, διέθετε κιόλας γεροντική σύνεση και σοβαρότητα που ταιριάζει σε δέσποινα, (κι όμως) μαζί όμως με κοριτσίστικη γλυκύτητα. Πώς κρεμιόταν από το λαιμό του πατέρα της! Πώς αγκάλιαζε εμάς, τους φίλους του πατέρα της με αγάπη και σεμνότητα! Πώς αγαπούσε τις τροφούς, τους παιδαγωγούς και τους δασκάλους της! Με πόση επιμέλεια και πόσο νόημα διάβαζε! Πόσο συγκρατημένα έπαιζε! Με πόση υπομονή, κι ακόμα με πόση εγκαρτέρηση υπέμεινε την τελευταία αρρώστια της!
27Σαν πήγε ο Άκκιος από τη Ρώμη στον Τάραντα, όπου ο Πακούβιος είχε αποσυρθεί σε μεγάλη πια ηλικία, έμεινε στο σπίτι του. Ο Άκκιος, που ήταν πολύ νεότερός του, του διάβασε μετά από επιθυμία του την τραγωδία του που ονομάζεται "Ατρέας". Τότε ο Πακούβιος του είπε πως όσα είχε γράψει ήταν βέβαια ηχηρά και μεγαλόπρεπα, μόνο που του φαινόντουσαν κάπως τραχιά και στυφά. Ο Άκκιος του απάντησε: "Έτσι είναι, όπως τα λες· κι ούτε βέβαια μετανιώνω γι' αυτό· γιατί αυτά που θα γράψω στη συνέχεια, ελπίζω πως θα είναι καλύτερα. Λένε, αλήθεια, πως με το πνεύμα συμβαίνει το ίδιο πράγμα που συμβαίνει με τους καρπούς*: αυτοί που γεννιούνται σκληροί και πικροί, γίνονται αργότερα γινωμένοι και γλυκείς· όσοι όμως βγαίνουν από την αρχή μαραμένοι και μαλακοί, αργότερα δεν ωριμάζουν, αλλά σαπίζουν".
28 Ο δούλος του Αισώπου μας, ο Λίκινος, που σου είναι γνωστός, δραπέτευσε από τη Ρώμη στην Αθήνα. Στην Αθήνα έμεινε λίγους μήνες σαν ελεύθερος κοντά στον Πάτρωνα τον επικούρειο κι από κει πήγε στην Ασία. Αργότερα, κάποιος Πλάτωνας από τις Σάρδεις, μόλις έμαθε από γράμμα του Αισώπου πως ήταν δραπέτης, τον έπιασε και τον παρέδωσε στη φυλακή στην Έφεσο. Αναζήτησε τα ίχνη του, σε παρακαλώ, και με την πιο μεγάλη φροντίδα είτε στείλε τον στη Ρώμη είτε φέρ' τον μαζί σου γυρίζοντας από την Έφεσο. Μη σε απασχολήσει πόσο κοστίζει: όποιος είναι τέτοιος μασκαράς έχει μικρή αξία. Ο Αίσωπος όμως οργίστηκε τόσο πολύ για την ελεεινή πράξη και το θράσος του δούλου, που τίποτα δε θα τον ευχαριστούσε πιο πολύ1 από το να ξαναπάρει πίσω το δραπέτη2.
29 Καθώς ο Οκταβιανός επέστρεφε στη Ρώμη μετά τη νίκη του στο Άκτιο, τον προϋπάντησε κάποιος που κρατούσε ένα κοράκι· είχε εκπαιδεύσει το κοράκι να λέει τα εξής (λόγια): "Χαίρε, Καίσαρα, νικητή και στρατηγέ". Ο Καίσαρας ενδιαφέρθηκε πολύ να αγοράσει το κοράκι· το αγόρασε λοιπόν για είκοσι χιλιάδες σηστερτίους. Το παράδειγμά του παρακίνησε κάποιον παπουτσή να μάθει τον ίδιο χαιρετισμό σ' ένα κοράκι. Για πολύ καιρό κόπιαζε μάταια· κάθε φορά που το πουλί δεν απαντούσε, ο παπουτσής συνήθιζε να λέει: "Κρίμα στον κόπο μου!". Κάποτε επιτέλους το κοράκι έμαθε το χαιρετισμό κι ο παπουτσής, θέλοντας να κερδίσει (επιθυμώντας τα) χρήματα, το έφερε στον Καίσαρα. Όταν ο Καίσαρας άκουσε το χαιρετισμό, είπε: "Στο σπίτι μου ακούω αρκετούς χαιρετισμούς σαν κι αυτόν". Τότε το κοράκι θυμήθηκε τα λόγια του αφέντη του: "Κρίμα στον κόπο μου!". Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Αύγουστος γέλασε και αγόρασε το πουλί για τόσο μεγάλο ποσό, όσο δεν είχε δώσει για (για όσο δεν είχε αγοράσει) κανένα άλλο μέχρι τότε.
30 (Ο άνθρωπος) αυτός όμως, κύριοι δικαστές, και βρέθηκε στην Ασία και τον πατέρα του, έναν πολύ γενναίο άνδρα, βοήθησε πολύ στους κινδύνους, τον παρηγόρησε στις ταλαιπωρίες και τον συγχάρηκε στη νίκη του. Κι αν η Ασία κρύβει κάποια υποψία τρυφής, έχουμε υποχρέωση να επαινέσουμε το Μουρήνα, γιατί είδε την Ασία, αλλά έζησε στην Ασία με εγκράτεια. Για το λόγο αυτό οι κατήγοροί του δε χρησιμοποίησαν για μομφή εναντίον του Μουρήνα το όνομα "Ασία", από την οποία γεννήθηκε (δημιουργήθηκε) έπαινος για την οικογένειά του, υστεροφημία για τη γενιά του, τιμή και δόξα για τ' όνομά του· αντίθετα τον κατηγόρησαν για κάποια ατιμία και ντροπή που φορτώθηκε στην Ασία ή έφερε μαζί του από την Ασία. Το ότι υπηρέτησε στρατιώτης στον πόλεμο εκείνο υπήρξε δείγμα ανδρείας· το ότι υπηρέτησε με πολύ μεγάλη προθυμία κάτω από τις διαταγές του πατέρα του υπήρξε δείγμα του σεβασμού του (προς αυτόν)· το ότι το τέλος της θητείας του συνέπεσε με τη νίκη και το θρίαμβο του πατέρα του υπήρξε δείγμα καλής τύχης.
31 Στη διάρκεια του Λατινικού πολέμου ο ύπατος Τίτος Μάνλιος, που καταγόταν από αριστοκρατική γενιά, είχε την αρχηγία του ρωμαϊκού στρατού. Κάποτε που έφευγε από το στρατόπεδο διέταξε να μην εμπλακεί κανείς σε μάχη. Λίγο αργότερα όμως ο γιος του πέρασε έφιππος μπροστά από το στρατόπεδο των εχθρών και ο αρχηγός τους τον προκάλεσε σε μάχη μ' αυτά τα λόγια: "Ας μονομαχήσουμε, για να κριθεί από την έκβαση της μονομαχίας πόσο ο Λατίνος στρατιώτης ξεπερνάει το Ρωμαίο σε ανδρεία!". Τότε ο νεαρός όρμησε στον αγώνα παρά τη διαταγή του υπάτου έχοντας εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και παρασυρμένος από την επιθυμία να πολεμήσει. Όντας δυνατότερος από τον αντίπαλό του τον διαπέρασε με το δόρυ του και τον γύμνωσε από τα όπλα του. Αμέσως οι εχθροί ζήτησαν τη σωτηρία στη φυγή (τράπηκαν σε φυγή για να σωθούν). Όταν όμως ο ύπατος γύρισε στο στρατόπεδο, τιμώρησε με θάνατο το νεαρό, που χάρη σ' αυτόν οι εχθροί είχαν τραπεί σε φυγή (που κατόρθωσε να τρέψει τους εχθρούς σε φυγή).
32: Γεμάτα είναι όλα τα βιβλία, γεμάτοι οι λόγοι των σοφών, γεμάτη είναι η αρχαιότητα από πρότυπα υποδειγματικής συμπεριφοράς· όλα αυτά (τα πρότυπα) θα έμεναν στην αφάνεια, αν δεν τα συνόδευε το φως των Γραμμάτων. Πόσο πολλές εικόνες γενναιότατων ανδρών μάς άφησαν κληρονομιά οι Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς, όχι μόνο για να τις ατενίζουμε, αλλά και για να τις μιμούμαστε! Αυτές (τις εικόνες) τις έβαζα πάντα μπροστά μου ως πρότυπα στην επιθυμία μου να διοικήσω σωστά και να διαχειριστώ την πολιτεία μας. Διέπλαθα την ψυχή μου και το νου μου με το να λατρεύω και να αναλογίζομαι τους έξοχους άντρες. Γιατί έτσι μπόρεσα να ριχτώ για τη σωτηρία σας σε τόσους πολλούς και τόσο μεγάλους αγώνες, με το να επιδιώκω δηλαδή μόνο τον έπαινο και την τιμή και να μην υπολογίζω όλα τα βάσανα του σώματος και όλους τους θανάσιμους κινδύνους.
33Εσύ και μόνο (εσύ είσαι ο μόνος που), Γάιε Καίσαρα, πρέπει να αποκαταστήσεις όλα όσα ξέρεις πως κείτονται καταλυμένα και ριγμένα κάτω από τη λαίλαπα αυτού του ίδιου του πολέμου, που υπήρξε αναγκαίος: πρέπει να αναδιοργανώσεις τη δικαιοσύνη, να αποκαταστήσεις την εμπορική πίστη, να χαλιναγωγήσεις τα πάθη, να επιδιώξεις την αύξηση του πληθυσμού· πρέπει να στερεώσεις με αυστηρούς νόμους όλα όσα έχουν ήδη καταρρεύσει και καταλυθεί. Σε ένα τόσο φοβερό (μεγάλο) εμφύλιο πόλεμο, μέσα στο τόσο μεγάλο πάθος των ψυχών και των όπλων, η ρημαγμένη πολιτεία έχασε και πολλά διακριτικά του κύρους της και πολλά στηρίγματα της σταθερότητάς της· και πολλά έκανε στον πόλεμο και ο ένας και ο άλλος αρχηγός, που ο ίδιος σε περίοδο ειρήνης θα είχε εμποδίσει να συμβούν. Πρέπει λοιπόν να βοηθήσεις την πολιτεία και να θεραπεύσεις τώρα όλες τις πληγές του πολέμου, που κανείς εκτός από σένα δεν μπορεί να γιατρεύσει.
34 Ενώ ο Αφρικανός βρισκόταν στο Λίτερνο, έτυχε να έρθουν πολλοί αρχηγοί ληστών για να τον χαιρετήσουν επίσημα. Τότε ο Σκιπίωνας, επειδή νόμισε πως ήρθαν για να συλλάβουν τον ίδιο, εγκατέστησε φρουρά από δούλους στο σπίτι του. Βλέποντας το πράγμα αυτό οι ληστές πλησίασαν την πόρτα, αφού άφησαν κάτω τα όπλα (τους), και με δυνατή φωνή ανήγγειλαν στο Σκιπίωνα -να το ακούς και να μην το πιστεύεις!- πως είχαν έρθει για να θαυμάσουν την παλικαριά του. Όταν οι δούλοι μετέφεραν τα λόγια αυτά στο Σκιπίωνα, αυτός διέταξε να ανοίξουν τις πόρτες και να τους βάλουν μέσα. Οι ληστές προσκύνησαν τις παραστάδες της πόρτας σαν ιερό ναό και φίλησαν με λαχτάρα το δεξί χέρι του Σκιπίωνα. Αφού άφησαν μπροστά στην είσοδο δώρα (σαν κι αυτά) που οι άνθρωποι συνήθως προσφέρουν στους αθάνατους θεούς, γύρισαν στα λημέρια τους (στον τόπο τους).
35Λένε πως ο Όμηρος είχε ένα δούλο, ο Πλάτωνας τρεις κι ο Ζήνωνας κανέναν. Κανείς όμως ας μην τους λυπηθεί, γιατί τάχα έζησαν στη δυστυχία. Ο Μενήνιος Αγρίππας, που μεσολάβησε για την κοινή συμφιλίωση ανάμεσα στους πατρικίους και τους πληβείους, κηδεύτηκε με έρανο. Την εποχή που ο Ατίλιος Ρήγουλος κατατρόπωνε τους Καρχηδόνιους στην Αφρική, έγραψε στη Σύγκλητο πως ο εργάτης του είχε φύγει και είχε εγκαταλείψει το χωράφι του· η Σύγκλητος αποφάσισε να αναλάβει το κράτος τη φροντίδα του αγρού, επειδή ο Ρήγουλος βρισκόταν μακριά. Οι θυγατέρες του Σκιπίωνα προικίστηκαν από το δημόσιο ταμείο, επειδή ο πατέρας τους δεν τις είχε αφήσει τίποτα. Δίκιο ήταν, μα τον Ηρακλή, να πληρώνει φόρο ο ρωμαϊκός λαός στο Σκιπίωνα, αφού οι ίδιοι εισέπρατταν μόνιμα φόρο από την Καρχηδόνα. Ευτυχισμένοι οι άνδρες των κοριτσιών (αυτών), που ο ρωμαϊκός λαός πήρε τη θέση του πεθερού τους! (που τους έλαχε για πεθερός ο ρωμαϊκός λαός!)
36 Ο Μάνιος Κούριος Δεντάτος ήταν πάρα πολύ ολιγαρκής, για να μπορεί να περιφρονεί ευκολότερα τα πλούτη. Μια μέρα ήρθαν σ' αυτόν απεσταλμένοι των Σαμνιτών. Αυτός παρουσιάστηκε στα μάτια τους καθισμένος δίπλα στη φωτιά σε ένα σκαμνί και τρώγοντας από ένα ξύλινο πιάτο. Περιφρόνησε τα πλούτη των Σαμνιτών και οι Σαμνίτες θαύμασαν τη φτώχεια του. Ενώ δηλαδή του έφεραν από μέρος της πολιτείας τους πολύ χρυσάφι για να το κάνει ό,τι θέλει, γέλασε μαλακώνοντας το αυστηρό πρόσωπό του κι απάντησε αμέσως: "Μέλη αυτής της περιττής, για να μην πω ανόητης, πρεσβείας, πείτε στους Σαμνίτες πως ο Μάνιος Κούριος προτιμά να εξουσιάζει τους πλούσιους παρά να γίνει πλούσιος ο ίδιος· και θυμηθείτε πως εμένα ούτε στη μάχη μπορούν να με νικήσουν ούτε με χρήματα να με διαφθείρουν".
37 Τα πράγματα έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο που, αν κάποιος θεός ή κάποιο τυχαίο περιστατικό δε βοηθήσει, δε θα μπορέσουμε να σωθούμε. Εγώ, βέβαια, μόλις ήρθα στη Ρώμη, δεν έπαψα και να πιστεύω και να λέω και να κάνω όλα εκείνα που στόχευαν στην (αφορούσαν στην) ομόνοια· όμως τόσο μεγάλη μανία τούς είχε πιάσει όλους, ώστε να επιθυμούν τον πόλεμο, μολονότι εγώ φώναζα ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία από τον εμφύλιο πόλεμο. Στους εμφυλίους πολέμους όλα είναι αξιοθρήνητα, αλλά τίποτα δεν είναι πιο αξιοθρήνητο από την ίδια τη νίκη: αυτή κάνει τους νικητές αγριότερους και πιο αχαλίνωτους (από ό,τι συνήθως), ώστε, ακόμα και αν δεν είναι τέτοιοι από τη φύση τους, να εξαναγκάζονται από τα πράγματα (ανάγκη) να γίνουν. Πράγματι, η έκβαση των εμφυλίων πολέμων είναι πάντα τέτοια, ώστε να γίνονται όχι μόνο όσα θέλει ο νικητής, αλλά (ώστε) ακόμη να κάνει ο νικητής το χατίρι εκείνων, με τη βοήθεια των οποίων κερδίθηκε η νίκη.
38Ενώ η Καικιλία, η γυναίκα του Μετέλλου, επιδίωκε την εμφάνιση κάποιου γαμήλιου οιωνού για την κόρη της αδερφής της σύμφωνα με τις πατροπαράδοτες συνήθειες, δημιούργησε η ίδια τον οιωνό. Μια νύχτα δηλαδή καθόταν σε ένα ιερό με την κόρη της αδερφής της και περίμενε μέχρι να ακουστεί κάποια φωνή που να ανταποκρινόταν στο σκοπό τους. Κάποτε πια η κοπέλα, κουρασμένη από την πολλή ορθοστασία, ζήτησε από τη θεία της να της παραχωρήσει για λίγο τη 'θέση' της. Τότε η Καικιλία τής είπε: "Ευχαρίστως σου παραχωρώ τη θέση μου". Λίγο καιρό αργότερα τα ίδια τα πράγματα επαλήθευσαν τα λόγια αυτά. Πέθανε δηλαδή η Καικιλία, που, όσο ζούσε, ο Μέτελλος την αγάπησε πολύ· έπειτα ο Μέτελλος παντρεύτηκε την κοπέλα.
39: Ούτε η φτώχεια ούτε ο πόνος εμποδίζουν το σοφό ούτε τα πράγματα αυτά που βγάζουν απ' το δρόμο τους και γκρεμοτσακίζουν όσους δεν έχουν πείρα. Πιστεύεις πως οι συμφορές τον καταβάλλουν; Αντίθετα (κάθε άλλο), τις χρησιμοποιεί! Ο Φειδίας δεν ήξερε να κάνει αγάλματα μόνο από ελεφαντόδοντο· (τα) έκανε και από μπρούντζο. Αν του πήγαινες μάρμαρο, αν του πήγαινες κάποιο υλικό πιο ταπεινό, θα το έκανε τέτοιο (άγαλμα), όσο μπορούσε να γίνει πιο τέλειο απ' αυτό το υλικό. Έτσι κι ο σοφός θα δείξει την αρετή του στα πλούτη, αν μπορέσει, κι αν όχι, στη φτώχεια· αν μπορέσει, στην πατρίδα, κι αν όχι, στην εξορία· αν μπορέσει, ως στρατηγός, κι αν όχι, ως στρατιώτης· αν μπορέσει, γερός, κι αν όχι, ανάπηρος. Όποια τύχη κι αν του λάχει, θα δημιουργήσει απ' αυτήν κάτι αξιομνημόνευτο.
40 Αφού κατέλαβε τη Ρώμη ο Σύλλας, συγκάλεσε ένοπλος τη Σύγκλητο, για να κηρύξει όσο πιο γρήγορα γινόταν το Γάιο Μάριο εχθρό του κράτους. Στη θέλησή του κανείς δεν τολμούσε να πάει αντίθετα· μόνο ο Κόιντος Μούκιος Σκαιόλας, ο οιωνοσκόπος, όταν του ζητήθηκε η γνώμη γι' αυτό, αρνήθηκε να ψηφίσει. Κι επιπλέον, όταν ο Σύλλας τον πίεζε (απειλητικά) και τον απειλούσε, αυτός του απάντησε: "Ακόμα κι αν μου δείξεις τα στρατεύματα με οποία έχεις περικυκλώσει το Βουλευτήριο, ακόμα κι αν με απειλήσεις με θάνατο, εγώ δεν πρόκειται ποτέ να κηρύξω το Μάριο εχθρό του κράτους. Αν και είμαι γέρος και αδύναμος στο σώμα, εντούτοις πάντα θα θυμάμαι ότι ο Μάριος έσωσε τη Ρώμη και την Ιταλία".
41Ο Κούριος και ο Φαβρίκιος, που έζησαν στα πολύ παλιά τα χρόνια, και οι Οράτιοι, πολύ παλιότεροί τους, μιλούσαν με τους συγχρόνους τους καθαρά και με διαύγεια. Δε χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα των Σικανών και των Πελασγών, που λένε πως ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Ιταλίας, αλλά τη γλώσσα της εποχής τους. Εσύ όμως χρησιμοποιείς γλώσσα που έχει πέσει σε αχρηστία (που είναι απαρχαιωμένη) εδώ και πολλά χρόνια, σα να μιλούσες τώρα με τη μάνα του Ευάνδρου, επειδή δε θέλεις να ξέρει και να καταλαβαίνει κανείς τι λες. Ανόητε άνθρωπε, γιατί δε σωπαίνεις, για να πετύχεις αυτό που θες; Λες όμως πως σου αρέσουν τα παλιά τα χρόνια, γιατί είναι τιμημένα και καλά και σεμνά. Έτσι λοιπόν να ζεις όπως οι παλιοί, αλλά έτσι να μιλάς όπως οι σύγχρονοί μας (όπως οι άνθρωποι της εποχής μας)· και να 'χεις πάντα στη μνήμη σου και στην καρδιά σου αυτό που έγραψε ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας: "σαν το σκόπελο απόφευγε τη λέξη την ασυνήθιστη και την πρωτάκουστη".
42 Υπάρχουν μερικοί σ' αυτή τη Σύγκλητο που είτε δε βλέπουν την απειλή που πλησιάζει είτε κλείνουν τα μάτια τους σ' αυτά που βλέπουν (κάνουν πως δε βλέπουν αυτά που βλέπουν): αυτοί εξέθρεψαν τις ελπίδες του Κατιλίνα με τις επιεικείς τους αποφάσεις και ενίσχυσαν τη συνωμοσία που ήταν στα σπάργανά της (που γεννιόταν) με το να μην πιστεύουν στην ύπαρξή της· ενεργώντας κάτω από την επιρροή αυτών πολλοί (άλλοι), όχι μόνο αχρείοι αλλά και άπειροι, αν τον είχα τιμωρήσει, θα έλεγαν πως (αυτό έγινε) ενήργησα σκληρά και τυραννικά. Τώρα όμως καταλαβαίνω πως, αν αυτός φτάσει στο στρατόπεδο του Μανλίου, όπου κατευθύνεται, δε θα υπάρξει κανείς τόσο ανόητος, που να μη βλέπει πως έγινε συνωμοσία, και κανείς τόσο αχρείος, που να μην το ομολογήσει.
43Μήπως ήρθα σε εχθρό και είμαι αιχμάλωτη στο στρατόπεδό σου; Σε τέτοιο σημείο με κατάντησε η μακροζωία και τα έρμα γερατειά μου, που να σε δω πρώτα εξόριστο και ύστερα εχθρό; Πώς μπόρεσες να ερημώσεις αυτή τη χώρα που σε γέννησε και σε ανάθρεψε; Δε σου πέρασε η οργή τη στιγμή που πατούσες τα σύνορα της πατρίδας σου; Παρόλο που είχες φτάσει με τόσο εχθρική και απειλητική διάθεση, γιατί, σαν είδες τη Ρώμη, δεν πέρασε αυτή η ιδέα από το μυαλό σου: "μέσα σε εκείνα εκεί τα τείχη βρίσκονται το σπίτι μου και οι θεοί μου, η μάνα, η γυναίκα και τα παιδιά μου"; Αν, λοιπόν, εγώ δε σε γένναγα, η Ρώμη δε θα βρισκόταν πολιορκημένη· αν δεν είχα γιο, θα πέθαινα ελεύθερη σ' ελεύθερη πατρίδα. Εγώ τίποτα πια δεν μπορώ να πάθω κι ούτε θα είμαι τόσο δυστυχισμένη για πολύ ακόμα: αυτούς εδώ όμως, αν συνεχίσεις, τους περιμένει ή πρόωρος θάνατος ή μακρόχρονη σκλαβιά.
44 Αυτή είναι η ζωή των τυράννων· σε αυτή (την οποία) δεν μπορεί να υπάρξει καμία εμπιστοσύνη, καμία αγάπη, καμία πίστη σε σταθερή φιλία: οι τύραννοι πάντα υποπτεύονται και ανησυχούν για όλα· δεν έχει θέση η φιλία σ' αυτούς. Γιατί δεν ξέρω ποιος μπορεί να αγαπά όποιον φοβάται ή αυτόν που νομίζει πως τον φοβάται. Στους τυράννους δείχνουν εντούτοις οι γύρω τους υποκριτικό σεβασμό, τουλάχιστο για κάποιο χρονικό διάστημα. Αν όμως τύχει να χάσουν την αρχή (να πέσουν), όπως συνήθως συμβαίνει, τότε καταλαβαίνουν πόσο τους έλειπαν οι φίλοι (πόσο ήταν στερημένοι από φίλους). Λένε πως ο Ταρκύνιος, όταν ήταν εξόριστος, είπε αυτό (το λόγο): "Τότε μόνο κατάλαβα ποιοι μού ήταν αληθινοί φίλοι και ποιοι ψεύτικοι (ποιους είχα αληθινούς φίλους και ποιους ψεύτικους), όταν δεν μπορούσα πια να ανταποδώσω τις χάρες ούτε σ' εκείνους ούτε σ' αυτούς.
45 Ο Καίσαρας πληροφορείται από τους αιχμαλώτους τι συμβαίνει στο στρατόπεδο του Κικέρωνα και πόσο κρίσιμη είναι η κατάσταση (σε πόσο μεγάλο κίνδυνο βρίσκονται τα πράγματα). Τότε πείθει κάποιον από τους Γαλάτες ιππείς να μεταφέρει ένα γράμμα στον Κικέρωνα. Φροντίζει και προνοεί να μη μαθευτούν τα σχέδιά μας (από τους εχθρούς, αν αρπάξουν το γράμμα), αν το γράμμα πέσει στα χέρια του εχθρού. Γι' αυτό το λόγο στέλνει επιστολή γραμμένη στα ελληνικά. Συμβουλεύει τον ταχυδρόμο, αν δεν μπορέσει να πλησιάσει, να δέσει το γράμμα στον ιμάντα του ακοντίου και να το ρίξει μέσα στο στρατόπεδο. Στην επιστολή γράφει πως θά 'ρθει γρήγορα με τις λεγεώνες του. Ο Γαλάτης, επειδή φοβήθηκε τον κίνδυνο, αποφάσισε να ρίξει το ακόντιο. Κατά σύμπτωση το ακόντιο καρφώθηκε σ' έναν πύργο· τρεις μέρες αργότερα το είδε ένας στρατιώτης και το πήγε στον Κικέρωνα. Αυτός διάβασε όλο το γράμμα και προέτρεψε τους στρατιώτες του να ελπίζουν στη σωτηρία τους.
46 Οι φιλόσοφοι πιστεύουν πως ο κόσμος κυβερνιέται από τη θεία βούληση. Νομίζουν πως είναι κάτι σαν πόλη και πολιτεία κοινή για τους θεούς και τους ανθρώπους και πως ο καθένας μας ξεχωριστά αποτελεί μέρος αυτού του κόσμου· αυτό συνεπάγεται την υποχρέωσή μας από τη φύση να βάζουμε το γενικό καλό πάνω από το ατομικό μας. Γιατί, όπως οι νόμοι βάζουν τη γενική ευημερία πάνω από την ατομική, με τον ίδιο τρόπο ο σωστός και σοφός άνθρωπος που υπακούει στους νόμους φροντίζει περισσότερο για την ευημερία του συνόλου (όλων) παρά για την ευημερία ενός οποιουδήποτε ατόμου ή τη δική του. Και δεν πρέπει να επικρίνεται περισσότερο ο προδότης της πατρίδας παρά ο προδότης του κοινού συμφέροντος ή όποιος λιποτακτεί από τη γενική ευημερία για χάρη της ατομικής του ωφέλειας και ευημερίας. Έτσι συμβαίνει να είναι αξιέπαινος όποιος (πρέπει να επαινούμε όποιον) πέφτει για την πατρίδα, επειδή είναι σωστό να μας είναι πιο αγαπητή η πατρίδα παρά ο ίδιος μας ο εαυτός (εμείς οι ίδιοι).
47Η Ιουλία, η κόρη του Αυγούστου, είχε αρχίσει να εμφανίζει πρόωρα άσπρες τρίχες, που συνήθιζε να τις βγάζει κρυφά. Όταν ο Αύγουστος το πληροφορήθηκε, θέλησε να αποθαρρύνει τη θυγατέρα του απ' αυτή τη συνήθειά της (από το να κάνει αυτό). Με αυτό το σχέδιο εμφανίστηκε κάποτε απρόοπτα (και ξαφνικά) και έπιασε τις κομμώτριες επ' αυτοφώρω. Παρόλο που ανακάλυψε άσπρες τρίχες πάνω στα φορέματά τους, εντούτοις ο Αύγουστος προσποιήθηκε πως δεν τις είδε κι άφησε την ώρα να κυλήσει (παρέτεινε το χρόνο) με άλλες κουβέντες, ώσπου έφερε τη συζήτηση στην ηλικία της. Τότε ρώτησε την κόρη του αν σε μερικά χρόνια θα προτιμούσε να είναι ασπρομάλλα ή φαλακρή. Όταν εκείνη απάντησε "προτιμώ, πατέρα μου, να είμαι ασπρομάλλα", ο πατέρας της την αντέκρουσε με (της πρόβαλε) το εξής ψεύτικο επιχείρημα: "Δεν αμφιβάλλω πως δε θέλεις να μείνεις φαλακρή. Γιατί λοιπόν δε φοβάσαι μήπως αυτές εδώ σε κάνουν φαλακρή;"
48 Κάποιος Λουζιτανός είχε δώσει στο Σερτώριο για δώρο ένα πολύ όμορφο άσπρο ελάφι (ένα άσπρο ελάφι εξαιρετικής ομορφιάς). Ο Σερτώριος τους έπεισε όλους πως το ελάφι κατευθυνόταν από τη θεά Άρτεμη (από τη βούληση της Άρτεμης) και μιλούσε μαζί του και του υπέδειχνε τι ήταν χρήσιμο να κάνει. Αν του φαινόταν πως έπρεπε να δώσει κάποια διαταγή στους στρατιώτες του που ήταν σκληρότερη από τις συνηθισμένες, διακήρυσσε πως τον είχε συμβουλέψει το ελάφι. Το ελάφι αυτό έφυγε κάποια μέρα και πίστεψαν πως είχε πεθάνει. Όταν κάποιος ανήγγειλε στο Σερτώριο πως το ελάφι είχε βρεθεί, ο Σερτώριος τον διέταξε να το κρατήσει μυστικό (να σωπάσει)· ακόμη του έδωσε οδηγίες να το αφήσει ξαφνικά ελεύθερο την επομένη στο μέρος όπου θα βρισκόταν αυτός και οι φίλοι του. Την άλλη μέρα ο Σερτώριος δέχτηκε τους φίλους του στην κρεβατοκάμαρά του και τους είπε πως είχε δει στον ύπνο του ότι το ελάφι, που είχε πεθάνει, ξαναγύρισε κοντά του. Όταν το ελάφι αφέθηκε ελεύθερο από το δούλο και όρμησε στην κρεβατοκάμαρά του, προκάλεσε μεγάλη κατάπληξη (γεννήθηκε μεγάλος θαυμασμός).
49 Σαν έμαθε η Πορκία, η γυναίκα του Βρούτου, το σχέδιο του άνδρα της να δολοφονήσει τον (για τη δολοφονία τού) Καίσαρα, ζήτησε ένα ξυράφι μανικιουρίστα τάχα για να κόψει τα νύχια της και αυτοτραυματίστηκε (πλήγωσε τον εαυτό της) με αυτό καθώς (που) της γλίστρησε δήθεν τυχαία. Έπειτα ο Βρούτος, που οι υπηρέτριες τον κάλεσαν στην κρεβατοκάμαρά της με ξεφωνητά, ήλθε για να τη μαλώσει, που τάχα είχε κλέψει την τέχνη του μανικιουρίστα. Τότε η Πορκία τού είπε κρυφά: "Αυτό που έκανα (η πράξη μου αυτή) δεν ήταν πράξη ασυλλόγιστη αλλά μια ξεκάθαρη απόδειξη της αγάπης μου για σένα που ετοιμάζεις (σχεδιάζεις) τέτοιο σχέδιο: θέλησα δηλαδή να δοκιμάσω με πόση ηρεμία θα σκοτωνόμουνα με το ξίφος, αν το σχέδιο σου δεν είχε αίσια έκβαση (δεν πήγαινε κατ' ευχή).
50 Τότε που οι ύπατοι Σέρβιος Σουλπίκιος Γάλβας και Αυρήλιος Κόττας αντιδικούσαν στη Σύγκλητο για το ποιος θα πήγαινε (στελνόταν) στην Ισπανία να αντιμετωπίσει το Βιρίαθο (εναντίον του Βιριάθου), υπήρχε μεγάλη διάσταση απόψεων ανάμεσα στους Συγκλητικούς, καθώς άλλοι υποστήριζαν το Γάλβα κι άλλοι τον Κόττα· ο μόνος που διαφώνησε με ολόκληρη τη Σύγκλητο ήταν ο Πόπλιος Σκιπίωνας ο Αιμιλιανός: "Κατά την κρίση μου (κρίνω πως)", είπε, "δεν πρέπει να σταλεί κανένας από τους δύο, γιατί ο ένας είναι φτωχός, και ο άλλος άπληστος". Ο Σκιπίωνας ο Αιμιλιανός δηλαδή θεωρούσε το ίδιο κακούς συμβούλους της εξουσίας και τη φτώχεια και την απληστία. Την πρότασή του αυτή ο Σκιπίωνας την έκανε* με σοβαρότητα και χωρίς καμία κακία (κακοβουλία) κι έτσι πέτυχε να μη σταλεί στην επαρχία αυτή κανένας από τους δύο.